μελανωπός

μελανωπός
-ή, -ό
μελαχρινός, μαυριδερός: Έχει μελανωπό δέρμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μελάνωπος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανωπός — ή, ό (Α μελανωπός, ή, όν) [μέλας, ανος] αυτός που έχει μαύρη όψη, μαυρειδερός, σχεδόν μαύρος …   Dictionary of Greek

  • Μελανώπου — Μελάνωπος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελανώπων — Μελάνωπος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελανώπῳ — Μελάνωπος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελάνωπε — Μελάνωπος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελάνωπον — Μελάνωπος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek

  • κύπερος — (Cyperus). Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των κυπεριδών, στο οποίο κατατάσσεται και ο πάπυρος (Cyperus papyrus). Το γένος περιλαμβάνει περίπου 700 είδη ριζωματωδών ποωδών φυτών, με παγκόσμια εξάπλωση, εκτός από τις πολύ ψυχρές… …   Dictionary of Greek

  • μελανίζω — (ΑM μελανίζω) [μέλας, ανος] είμαι μελανωπός, κλίνω προς το μαύρο χρώμα μσν. σκοτεινιάζω, μαυρίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”